- χελωνοβότανο
- το, Νβοτ. κοινή ονομασία δύο φαρμακευτικών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνα + βότανο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χελωνοβότανο — το είδος φαρμακευτικού φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… … Dictionary of Greek